αδικοσκοτωμένος

αδικοσκοτωμένος
-η, -ο (μτχ. τού αδικοσκοτώνω)
αυτός που σκοτώθηκε άδικα, ο αδικοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο-* + σκοτωμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδικοσκοτώνω — αδικοσκότωσα, αδικοσκοτώθηκα, αδικοσκοτωμένος, σκοτώνω άδικα, χωρίς σπουδαίο λόγο: Πήγε αδικοσκοτωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικοφονεμένος — η, ο ο αδικοσκοτωμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + φονεμένος, μετοχή τού φονεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”